- εξαπονίζω
- ἐξαπονίζω (Α)ξεπλένω καλά («λέβηθ' ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» — έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαπενίζοντο — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπένιζεν — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπένιπτε — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)